Δεν μπορώ να αντισταθώ! Γιατί, όπως και να το κάνουμε, αυτό που μάς συνέβη την Παρασκευή, 23 Απριλίου 2010, θα το θυμόμαστε για χρόνια. Ή τουλάχιστον, νομίζω πως αυτό ακριβώς νομίζουμε όλοι μας τώρα. Σωστό ή λάθος, υπερβολή ή υστερία, θα δείξει στο μέλλον, όταν θα αναπολούμε εκείνη την Παρασκευή κάποιες δεκαετίες μετά, όπου κι αν βρισκόμαστε και με ό,τι νόμισμα κι αν έχουμε στην τσέπη μας, τρύπια ή μη.
Κι επειδή οι αναμνήσεις πάντοτε αλλοιώνουν την πραγματικότητα, αποφάσισα να μην αφήσω τις περίπλοκες χημικές αντιδράσεις που θα συντελούνται τότε στον εγκέφαλό μου να γεμίζουν με απαλό 'ροζ' ή με χλωμό 'γκρι' αυτά που ζω αυτήν την περίοδο της ζωής μου, λέω να σάς τα πω, να πάν'οι πίκρες κάτω.
Κι ας αποδειχθεί μετά από χρόνια πόσο λάθος έκανα, ή πόσο διορατικός υπήρξα. Άλλωστε μήπως και θά'χει καμμία σημασία τότε; Αφού, πλάκα-πλάκα, ούτε και τώρα έχει. Γιατί, καθ'όπως φαίνεται, αρχίζει μία εποχή για την πατρίδα μας, κατά την οποία η γνώμη μας πολύ λίγο θα έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει το τί μάς περιμένει. Και αυτήν την αίσθηση νομίζω πως έχουμε αν όχι όλοι μας, τουλάχιστον οι περισσότεροι από μας..
Το βράδυ της αποφράδας εκείνης Παρασκευής και 23 με βρήκε με φίλους, σε ένα σπίτι λίγο πιο έξω από τη Ρόδο, στις ερημιές. Όλοι, άνθρωποι της ηλικίας μου, που είχαν όλοι ένα κοινό: είχαν όλοι τους παλινοστήσει στη Ρόδο με τους γονείς τους από την Αφρική στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν το νησί ζούσε το πίκ της τουριστικής ανάπτυξης. Και για όσους δεν είναι από δω, αξίζει να πω ότι μία μεγάλη μερίδα Ροδιτών καθ'όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 είχαν μεταναστεύσει στο Ζαϊρ, στο Καμερούν, στην Αιθιοπία, στη Νότιο Αφρική και στο Μπουρούντι , αφού εδώ το μόνο που βρισκόταν σε άνθηση ήταν οι φυτείες ραδικιών και βρουβών.
Το τηλεκοντρόλ είχε πάρει κυριολεκτικά 'φωτιά' και η γυαλιστερή τεράστια οθόνη LCD της τηλεόρασης (απέμεναν κάποιες δόσεις ακόμα για τον Κωτσόβολο) έδειχνε το ένα δελτίο ειδήσεων μετά το άλλο. Και έτσι τα εμπεδώσαμε ό-λ-α!.
Και την Οδύσσεια που θα έχουμε την τιμή να περάσουμε όλοι μαζί παρέα. Και την Ιθάκη που κάποτε όλοι μαζί θα φτάσουμε. Και τη χαρτογράφηση των υφάλων. Και μέσα σε όλον αυτόν τον αχταρμά των αναλύσεων και των τηλεοπτικών παραθύρων, που ανοιγόκλειναν το ένα μετά το άλλο τόσο γρήγορα (που σ'έπιανε πούντιασμα και σύγκριο), ο πατέρας ενός από τα παιδιά απαίτησε να μάς μιλήσει σε όλους σε ανοιχτή ακρόαση από το τηλέφωνο. Η βαριά ροδίτικη προφορά αυτή τη φορά δεν ακουγόταν καθόλου αστεία μες στη νύχτα.
"Παιδιά, αν ήμουνα στην ηλικία σας σήμερα, αν δεν ήμουνα συνταξιούχος και αν αισθανόμουν ότι θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα, θα έπαιρνα το πρώτο αεροπλάνο για το Καμερούν όχι από χθες! Από ΠΡΟΧΘΕΣ!"
Και μείναμε όλοι ξεροί. Η τελευταία του φράση 'από προχθές' είχε υπερκαλύψει την ψύχραιμη, καλοντυμένη και καθ'όλα έγχρωμη Μαρία Χούκλη.
Οδηγώντας πίσω στο σπίτι, διασχίζοντας τους έρημους δρόμους της Ρόδου (πολύ περίεργη αίσθηση για ένα συνηθισμένο βράδυ Παρασκευής), με τις πολιτικοοικονομικές αναλύσεις να στρυφογυρίζουν ανελέητα στο μυαλό μου (ομολογώ ότι ακόμα δεν έχω καταλάβει την έννοια των spread και των ομολόγων), άρχιζαν να μού'ρχονται τα διάφορα 'Άν'.
Αλήθεια, ΑΝ είχα μείνει τελικά μόνιμα στην Αυστραλία εκείνον τον Απρίλιο του 1999, όταν αποφάσισα να σταματήσω να τριγυρνάω με ένα σακκίδιο στον ώμο για να βγάλω το τυχοδιωκτικό μου άχτι, έχοντας πια καταχωνιάσει στο...χρονοντούλαπο της ζωής μου το απολυτήριο στρατού, πού θα βρισκόμουν σήμερα και σε τι γλώσσα θα έγραφα δικόγραφα;
ΑΝ είχα δεχτεί να μείνω για το υπόλοιπο της ζωής μου στα νησιά Τόνγκα, τον Ιούνιο του 1999, διδάσκοντας νέα ελληνικά, σε ποιά γειτονιά της Νουκουαλόφα θα ζούσα σήμερα και με πόσα pa'anga θα πλήρωνα τον καφέ που θα μύριζε χώμα;
ΑΝ είχα κάνει το κλίκ στο μυαλό μου και αποφάσιζα να δουλεύω για κάποια ανθρωπιστική μη κυβερνητική οργάνωση στη Δυτική Όχθη, πατώντας νυχθημερόν φρένο-γκάζι, πριν και μετά τα χ-ψ στρατιωτικά checkpoints, άραγε τί θα σήμαινε για μένα το αρκτικόλεξο Δ.Ν.Τ.;
ΑΝ τελικά με...μάγευε ο γνωστός γκουρού Σάι Μπάμπα τον Δεκέμβριο του 1999 και αποφάσιζα να κάτσω για πάντα στο Πουταπάρτι, στο κέντρο της ινδικής χερσονήσου, άραγε σήμερα θα μάθαινα τι συνέβη στο Καστελόριζο;
ΑΝ ...ΑΝ...ΑΝ......;;;;
Κλείνω το ραδιόφωνο και τους φλύαρους αναλυτές, σταματώ στην άκρη του δρόμου, πατώ τα αλάρμ και με στροφή επί τόπου γύρισα πίσω, στο πατρικό μου. Εκείνη η νύχτα της Παρασκευής της 23ης Απριλίου 2010 ήθελε παρέα.
"Πώς από δω; Για να μάς θυμηθείς παρασκευιάτικο (γάιδαρε), πάει να πει πως κάτι δεν πάει καλά!", μού πέταξε αμέσως η μάνα μου (με ξέρει καλά). Έβλεπαν ένα ασπρόμαυρο dvd, από αυτά που πουλιούνται μαζί με τη Ραδιοτηλεόραση : "Το Θέατρο της Δευτέρας". Ασπρόμαυροι ηθοποιοί που δεν θυμόμουν το όνομά τους, μού ήταν όμως τόσο γνωστές οι φάτσες τους, οι φωνές τους... Δεν αποκλείεται και να είχα δει το συγκεκριμένο 'Θέατρο της Δευτέρας' τόοοοοτε, λίγο πριν γίνουν όλα φανταχτερά και έγχρωμα.
"Μπαααααααααα, τίποτα δε συμβαίνει. Είπα να έρθω να σάς δω".
"Έφαγες τίποτα; Που μια ζωή όλο βλακείες τρως!".
"Όχι, τι έχετε;"
"Τίποτα. Φάγαμε έξω. Να σού κάνει μια ομελέτα η μάνα σου;"
"Λοιπόν, Γαβριήλ. Να σου κάνω μια ομελέτα με ντομάτα, κρεμμύδια και αγκινάρες; Ε;"
"Αγκινάρες; Σε ομελέτα;"
"Ε, να πρωτοτυπήσεις λίγο και μια φορά. Όλο χάμπουργκερ και τσήζμπουργκερ", μού λέει με νόημα η μάδερ. "Άντε, πανικοβλήθηκες με τον Παπανδρέου, είμαι σίγουρη. Ρε βλάκα, εδώ περάσαμε τόσα και τόσα. Θα το περάσουμε κι αυτό."
"Καλά, πώς το κατάλαβες...;"
"...σε γέννησα, ρε φίλε! χααχαα"
"Κάτσε'δω να δούμε τον Δον Καμίλο. Τον είδα και χθες, αλλά τον ξαναβλέπω."
(το αγαπημένο 'Θέατρο της Δευτέρας' του πατέρα μου)
Και η ομελέτα ήταν νόστιμη. Κι ο Φωτόπουλος ως Δον Καμίλο είχε πλάκα (ακόμα μια φορά) Και μάς έπιασε και ο ύπνος και τους τρεις μας στο σαλόνι μπροστά στην τηλεόραση.
Κι όσο γι'αυτό το χουνέρι με το ΔΝΤ που μάς έλαχε παρασκευιάτικο,
τι να κάνουμε,
μαζί θα το περάσουμε κι αυτό....
Και ΑΝ μπορούμε... ας κάνουμε κι αλλιώωωως.
.
1 σχόλιο:
Αλήθεια, βρέθηκες με τόσα και τέτοια "αν"; Αν μη τι άλλο είσαι τυχερός...
Δημοσίευση σχολίου